- κακοτεχνίας
- κακοτεχνίᾱς , κακοτεχνίαbase artificefem acc plκακοτεχνίᾱς , κακοτεχνίαbase artificefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
MEDEA — I. MEDEA filia Aeetae Regis Colchorum ex Hypsea, vel ut alii, Idyiâ coniuge, quae Iasonem Colchos cum reliquis Argonautis profectum hospitiô suscepit. Cumque eius amore flagraret, verereturque ne incolumis non rediret, utpote quae pericula… … Hofmann J. Lexicon universale
κακοτεχνία — η (AM κακοτεχνία) [κακότεχνος] νεοελλ. μσν. κακή εκτέλεση, άτεχνη εργασία, ατεχνία μσν. αρχ. κακό τέχνασμα, μηχανορραφία, δόλος αρχ. 1. (για ρήτορες) κακή τέχνη, διαφθορά, κατάπτωση τής τέχνης («ἡδονὰς καὶ κακοτεχνίας εἰσάγων», Στράβ.) 2. πληθ.… … Dictionary of Greek
κιξαλλία — κιξαλλία, ἡ (Α) [κιξάλλης] 1. ληστεία που γίνεται σε δημόσιους δρόμους 2. (κατά τον Ησύχ.) κάθε είδος κακοτεχνίας … Dictionary of Greek
πριμιτιβισμός — Με τον όρο αυτό ορίζεται συνήθως η τάση της μελέτης, μίμησης, ανακάλυψης ή επανεκτίμησης της τέχνης των πρωτόγονων. Ο όρος πρωτόγονος έχει ωστόσο πολλές σημασίες, οι κυριότερες από τις οποίες είναι οι ακόλουθες: πρωτόγονοι ή αλλιώς πριμιτίφ, όπως … Dictionary of Greek